- φλεγμονικός
- -ή, -ό, Ν [φλεγμονή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φλεγμονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλεγμονικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με φλεγμονή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγμονικῶν — φλεγμονικός inflammatory fem gen pl φλεγμονικός inflammatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμονικόν — φλεγμονικός inflammatory masc acc sg φλεγμονικός inflammatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)